Ο τουρισμός εκπέμπει SOS

Ο τουρισμός εκπέμπει SOS

Αρθρογραφεί ο κος Γιάννης Καρούσος, Δήμαρχος Αγίας Νάπας

Το επίπεδο του τουριστικού προϊόντος της Κύπρου, είναι στοιχείο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό βασίζεται όχι μόνο στη μοναδική φυσική ομορφιά του τόπου μας, αλλά και στο επαγγελματισμό των ανθρώπων που στελεχώνουν τον τουριστικό κλάδο. Το ερώτημα είναι όμως, αν αρκούν αυτές οι δύο παράμετροι για τη διαρκή αύξηση του αριθμού των τουριστών που υποδεχόμαστε. Αν υπήρχε μονολεκτική απάντηση, αυτή σίγουρα θα ήταν, όχι.

Τη φετινή χρονιά είναι επιβεβαιωμένη η μείωση του τουριστικού ρεύματος, με το ποσοστό πτώσης των κρατήσεων να είναι σημαντικό, φτάνοντας μάλιστα το 50% για τις κρατήσεις των Ρώσων. Δυστυχώς όμως, αποθαρρυντικά παραμένουν τα στοιχεία και από άλλες αγορές, που παραδοσιακά τροφοδοτούσαν το τουριστικό ρεύμα προς τη χώρα, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο.

Για όποιον επιχειρήσει να αναλύσει τα αίτια αυτής της κάμψης, είναι εύκολο να διαπιστώσει τους εξωγενείς παράγοντες. Τουρκία και Αίγυπτος, ανακάμπτουν από την αστάθεια των τελευταίων ετών, ανταγωνιζόμενες μάλιστα πολλές φορές με εξευτελιστικές τιμές τις υπηρεσίες που ένας τουρίστας θα αναζητούσε στην Κύπρο. Αν σε αυτό το γεγονός συνυπολογιστούν και οι πολλές φορές, καλύτερου επιπέδου υποδομές, αλλά και οι σημαντικές επιδοτήσεις που παρέχουν προς τους ταξιδιωτικούς πράκτορες, είναι κατανοητό το πώς ενισχύεται το τουριστικό ρεύμα προς αυτές τις αγορές.

Αντίστοιχα, στους εξωγενείς παράγοντες, θα πρέπει να προσμετρήσουμε και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Σε μία περίοδο που το ρούβλι έχει χάσει σχεδόν το 20% της αξίας του, ως προς το ευρώ, εθελοτυφλεί όποιος δεν αναφέρεται στις επιπτώσεις αυτής της μεταβολής. Έχουμε γίνει ένας ακριβός προορισμός, για τουρίστες, όπως οι Ρώσοι, που βλέπουν την αγοραστική αξία του νομίσματός τους να μειώνεται σημαντικά στην Ευρώπη. Εδώ θα πρέπει να εντοπιστεί και το λάθος μας στο εσωτερικό, όπου η σε υπερβολικό βαθμό εξάρτηση από Ρώσους τουρίστες, μας έχει καταστίσει ευάλωτους σε κάθε πιθανή αναταραχή που προκύπτει στη Ρωσία, νομισματική, διεθνών σχέσεων, κ.α.

Αν ωστόσο σταθούμε μόνο στους εξωγενείς παράγοντες, περισσότερο θα κινούμαστε στη βάση του εξωραϊσμού και όχι της επίλυσης του προβλήματος. Το γεγονός ότι παρά τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή και το αυξημένο τουριστικό ρεύμα προς την Κύπρο, που αυτές συνεπάγονταν, δεν πετύχαμε τη δημιουργία ρεύματος επαναλαμβανόμενων τουριστών, επισημαίνει ακριβώς τη δική μας αδυναμία να εκπονήσουμε ένα συνολικό σχέδιο για τον τουριστικό κλάδο. Έτσι, μικρότερα, ή μεγαλύτερα ζητήματα, που όμως επηρεάζουν καθοριστικά την εμπειρία του τουρίστα, παραμένουν ανοιχτά. Ενδεικτικά μόνο σημειώνεται, πως αποτελεί κυπριακή πρωτοτυπία, τουρίστες να ενοχλούνται συστηματικά εξαιτίας της ηχορύπανσης. Δεν χρειάζεται προφανώς κάποια ειδική γνώση για να γίνει αντιληπτό πως άνθρωποι που έχουν αντιμετωπίσει τέτοιες συνθήκες, δύσκολα πείθονται να επαναλάβουν το ταξίδι τους την επόμενη χρονιά.

Είτε λοιπόν αναφερόμαστε στα μικρότερα, είτε στα μεγαλύτερα ζητήματα, το πρόβλημα εκκινεί από ένα σημείο: Την απουσία μιας δομής Υπουργείου, ή Υφυπουργείου Τουρισμού, το οποίο να αναλάβει τη μακροχρόνια χάραξη πολιτικής για τον κλάδο, από κοινού με τη διαχείριση των τρέχοντων ζητημάτων. Ίσως μάλιστα παραμένουμε η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς μια τέτοια δομή.

Το Υφυπουργείο, όχι μόνο θα έθετε τον τουρισμό ως εθνική προτεραιότητα, αλλά θα διέθετε πολιτικό προϊστάμενο αρμόδιο για τη χάραξη πολιτικής σε όλα τα θέματα του τουρισμού, αρμόδιου και για την εφαρμογή της Εθνικής Στρατηγικής για τον τουρισμό έως το 2030, που αποτελεί το πιο σοβαρό και εμπεριστατωμένο σχέδιο που έχει έως σήμερα διαμορφωθεί στην Κύπρο. Μία στρατηγική που δεν θέτει μόνο στόχους και περιγράφει το όραμα, αλλά βάζει επί τάπητος και τις λεπτομέρειες για την εφαρμογή του, με συγκεκριμένα βήματα και μέτρα.

Δυστυχώς, ο τρόπος που έχει αναπτυχθεί το τουριστικό μας προϊόν, το καθιστά ευάλωτο στις γεωπολιτικές εξελίξεις, την ώρα που θα έπρεπε να αποτελεί μοναδικό παράγοντα της επιτυχίας μας, ή μη, η επίδοση των επαγγελματιών του χώρου και η φυσική ομορφιά του τόπου μας. Είναι σαφές πως δεν υπάρχει πλέον περιθώριο, ούτε για άλλες συζητήσεις, ούτε για περαιτέρω χάσιμο χρόνου. Ας ξεκινήσουμε με τη δημιουργία Υφυπουργείου Τουρισμού, με την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για τον τουρισμό για το 2030, με την κατάρτιση ενός στρατηγικού πλάνου προώθησης της χώρας μας και της φιλοξενίας μας (υπάρχουν έξυπνοι και δημιουργικοί τρόποι σήμερα ) αλλά και με την ψήφιση νομοθεσιών οι οποίες θα λύνουν διαθρωτικά προβλήματα του τουριστικού κλάδου.

Ο τουρισμός είναι εθνικό κεφάλαιο, ας κρατήσουμε λοιπόν την μικροπολιτική και τις σκοπιμότητες μακριά του.